- ηωζωικός
- -ή, -όγεωλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίοδο τής πρώτης εμφάνισης τής ζωής πάνω στη γη2. φρ. «ηωζωικός αιώνας» — γεωλογική περίοδος που τοποθετείται μεταξύ τού αρχαϊκού αιώνα και τού Καμβρίου και αποτελεί τη δεύτερη υποδιαίρεση τού Προκαμβρίου, αλλ. Αλγκόνκιο*.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. eozoic < eo- (πρβλ. ηώς) + -zoic (πρβλ. ζωικός)].
Dictionary of Greek. 2013.